14-7-2014
(Επέστρεψα)
8μμ. Με ξύπνησε το τηλέφωνο... Κόσμος άρχισε να παίρνει για να μάθει πως έφτασα. Λίγο το έχεις; Από εχθές στις 2μμ είμαστε on the road (;).
Ζαλισμένη άνοιξα το ψυγείο και κατέβασα ένα μπουκαλάκι νερό. (Μα κάνει τόσο ζέστη εδώ στην Αθήνα;!). Πήρα το μπουκαλάκι μαζί με εναν παγωμένο καφέ και άνοιξα την τηλεόραση. Οι ίδιες σαχλαμάρες. Όπως τα είχα αφήσει.
Τέτοια ώρα στη Ρουάντα θα ετοιμαζόμασταν για τον βραδινό ύπνο.
Άφησα τα μάτια μου να γυρίσουν ήσυχα γύρω στο χώρο: τα βιβλία μου, τα έπιπλά μου, οι πίνακές... Όλα εκεί. Όπως τα είχα αφήσει.
Ένας αναστεναγμός ικανοποίησης βγήκε απο μέσα μου.
Θα ξανα-πήγαινες σε ένα τέτοιο ταξίδι;
Όχι μου απάντησε ο Εαυτός.
Ποτέ ξανά.
Ήπια μια γουλιά καφέ και έγειρα το κεφάλι πίσω στον καναπέ.
Με κλειστά μάτια είδα την εικόνα μου να περπατάει ήσυχα μέσα στις γειτονιές του Μούκο. Είδα να πετάγονται μικρά κεφάλια από τις μπανανιές και να τρέχουν κατα πάνω μου για να με περιεργαστούν..."Α-μουζούνγκο! Α-μουζούνγκο!" Ήταν το σύνθημα που γέμιζε τον αερα απο τις φωνές τους. Το σύνθημα για να βγουν όλοι για να δουν τους Παράξενους Λευκούς. Και ξαφνικά βρισκόσουν ανάμεσα σε 50 μικρά μαυρα χαμογελαστά κεφάλια.
"Είδα" μέσα μου τις γιαγιάδες με τα πεσμένα στήθη να με προσκαλούν κοντά τους για να με καλωσορίσουν με τρεμάμενη φωνή.Να με αγκαλιάζουν. Να μου σφίγγουν τα χέρια. Τις μαμάδες να με κοιτάνε ευγενικά, τους γέροντες επιφυλακτικά.
Ο Εαυτός άπλωσε τα χέρια στο σκονισμένο από κοκκινόχωμα αέρα του Μούκο.
Και οι μυρωδιές με πλημμύρισαν. Εισέβαλαν στη μύτη μου...τόσο εντονες.. τόσο απτές.
Η μυρωδιά από το χώμα...
Από τους ευκάλυπτους.
Από τις μπανανιές.
Από τον ιδρώτα, τη μυρωδιά του Ανθρώπου.
Ποτέ ξανά.
Άρχισα να κλαίω γοερά
Γοερά.
(Θεέ μου)
(Επέστρεψα)
Ζαλισμένη άνοιξα το ψυγείο και κατέβασα ένα μπουκαλάκι νερό. (Μα κάνει τόσο ζέστη εδώ στην Αθήνα;!). Πήρα το μπουκαλάκι μαζί με εναν παγωμένο καφέ και άνοιξα την τηλεόραση. Οι ίδιες σαχλαμάρες. Όπως τα είχα αφήσει.
Τέτοια ώρα στη Ρουάντα θα ετοιμαζόμασταν για τον βραδινό ύπνο.
Άφησα τα μάτια μου να γυρίσουν ήσυχα γύρω στο χώρο: τα βιβλία μου, τα έπιπλά μου, οι πίνακές... Όλα εκεί. Όπως τα είχα αφήσει.
Ένας αναστεναγμός ικανοποίησης βγήκε απο μέσα μου.
Θα ξανα-πήγαινες σε ένα τέτοιο ταξίδι;
Όχι μου απάντησε ο Εαυτός.
Ποτέ ξανά.
Ήπια μια γουλιά καφέ και έγειρα το κεφάλι πίσω στον καναπέ.
Με κλειστά μάτια είδα την εικόνα μου να περπατάει ήσυχα μέσα στις γειτονιές του Μούκο. Είδα να πετάγονται μικρά κεφάλια από τις μπανανιές και να τρέχουν κατα πάνω μου για να με περιεργαστούν..."Α-μουζούνγκο! Α-μουζούνγκο!" Ήταν το σύνθημα που γέμιζε τον αερα απο τις φωνές τους. Το σύνθημα για να βγουν όλοι για να δουν τους Παράξενους Λευκούς. Και ξαφνικά βρισκόσουν ανάμεσα σε 50 μικρά μαυρα χαμογελαστά κεφάλια.
"Είδα" μέσα μου τις γιαγιάδες με τα πεσμένα στήθη να με προσκαλούν κοντά τους για να με καλωσορίσουν με τρεμάμενη φωνή.Να με αγκαλιάζουν. Να μου σφίγγουν τα χέρια. Τις μαμάδες να με κοιτάνε ευγενικά, τους γέροντες επιφυλακτικά.
Ο Εαυτός άπλωσε τα χέρια στο σκονισμένο από κοκκινόχωμα αέρα του Μούκο.
Και οι μυρωδιές με πλημμύρισαν. Εισέβαλαν στη μύτη μου...τόσο εντονες.. τόσο απτές.
Η μυρωδιά από το χώμα...
Από τους ευκάλυπτους.
Από τις μπανανιές.
Από τον ιδρώτα, τη μυρωδιά του Ανθρώπου.
Ποτέ ξανά.
Άρχισα να κλαίω γοερά
Γοερά.
(Θεέ μου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου